ιστός της αράχνης

ιστός της αράχνης
паjажина

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • ιστός — ο 1. κατάρτι. 2. αργαλειός, όργανο ύφανσης: Χειροκίνητος ιστός. 3. ύφασμα: Ιστός της Πηνελόπης. 4. άθροισμα κυττάρων που έχουν την ίδια περίπου κατασκευή και επιτελούν την ίδια λειτουργία: Επιθηλιακός ιστός. 5. «ιστός αράχνης», λεπτό πλέγμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός …   Dictionary of Greek

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

  • μίτος — ο (ΑΜ μίτος) 1. νήμα, κλωστή 2. (στην υφαντική) η κλωστή τού στημονιού νεοελλ. φρ. α) «ο μίτος τής Αριάδνης» μέσο για ανακάλυψη διεξόδου από δυσχερή και περίπλοκη κατάσταση β) «ο μίτος τών ιδεών» ο ειρμός τών σκέψεων, το ξετύλιγμα, το νήμα, η… …   Dictionary of Greek

  • πλεκτάνη — η, ΝΜΑ μτφ. μηχανορραφία, παγίδα, ενέδρα νεοελλ. ναυτ. είδος πλέγματος από κλώσματα σχοινιού με μορφή κορδονιού που περιβάλλει τον άξονα τής έλικας τού πλοίου στο σημείο εξόδου του από το σκάφος με σκοπό να εμποδίζει την εισροή τού νερού προς το… …   Dictionary of Greek

  • Ακουταγκάβα, Ριουνοσούκε — (Ryunosuke Αkutagava, Τόκιο 1892 – 1927). Ιάπωνας συγγραφέας. Μαθητής του Νατσούμε Σοσέκι, ανήκει στη λεγόμενη νεοϊντελεκτουαλιστική σχολή και είναι μάλιστα ο κυριότερος εκπρόσωπός της. Νεότατος ίδρυσε μαζί με άλλους το περιοδικό Σινσιτσό. Έγραψε …   Dictionary of Greek

  • αράχνιον — ἀράχνιον, το (Α) 1. ιστός της αράχνης 2. αρρώστεια ελαιόδεντρων 3. μικρή αράχνη, σφαλαγγουράκι, μαμούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. αράχνη] …   Dictionary of Greek

  • αραχνιά — η 1. ο ιστός της αράχνης 2. η δυστυχία …   Dictionary of Greek

  • αρπάγη — η (AM ἁρπάγη) [αρπάζω] 1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα 2. η τσουγκράνα 3. σύνεργο αλιευτικής νεοελλ. ο ιστός της αράχνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”